ψιψιρίζω

ψιψιρίζω
μετ. тщательно исследовать, придирчиво рассматривать, разглядывать со всех сторон, разбирать и так и этак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψιψιρίζω" в других словарях:

  • ψιψιρίζω — Ν εξετάζω κάτι με υπερβολική προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχο ψι ψι (ονοματοποιία), κατά το μουρμουρίζω] …   Dictionary of Greek

  • ψιψιρίζω — ισα, εξετάζω κάτι με υπερβολική προσοχή, λεπτολογώ, ψιλοκοσκινίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιψίρισμα — το, Ν [ψιψιρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιψιρίζω …   Dictionary of Greek

  • ψιψίρης — ο, Ν μτφ. λεπτολόγος, σχολαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ψιψιρίζω] …   Dictionary of Greek

  • ψιψιριάρης — ο, Ν ψιψίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιψιρίζω + κατάλ. ιάρης (πρβλ. σπυρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»